αμεταποίητος

αμεταποίητος
η , ο [ος , ον ]
1) непереработанный, непеределанный, неисправленный;

αμεταποίητο φόρεμα — непеределанное платье;

2) неизменяемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμεταποίητος" в других словарях:

  • ἀμεταποίητος — indigestible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμεταποίητος — η, ο (Α ἀμεταποίητος, ον) [μεταποιῶ] νεοελλ. (για ενδύματα κ.λπ.) αυτός που δεν μεταποιήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταποιηθεί, να αλλάξει μορφή, σχέδιο αρχ. 1. αυτός που δεν μετέβαλε σύσταση, ο αναλλοίωτος 2. δύσπεπτος, δυσκολοχώνευτος …   Dictionary of Greek

  • αμεταποίητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει μεταποιηθεί ή που δεν μπορεί κανείς να τον μεταποιήσει: Φορούσε τη στολή που του είχαν δώσει αμεταποίητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεταποιήτως — ἀμεταποίητος indigestible adverbial ἀμεταποίητος indigestible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποίητον — ἀμεταποίητος indigestible masc/fem acc sg ἀμεταποίητος indigestible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποιήτους — ἀμεταποίητος indigestible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποιήτῳ — ἀμεταποίητος indigestible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποίητα — ἀμεταποίητος indigestible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταποίητοι — ἀμεταποίητος indigestible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»